'τογ'-'τριτ'
- τριαμκινολόνη
- τριαμτερένη
- τριανδρία
- τριανδρικός
- τρίανδρος
- Τριανόν
- τριάντα
- Τριάντα (Ιαλυσός)
- τριαντάδραχμος
- τριανταένα
- τριανταέτης
- τριανταήμερος
- Τριανταίικα
- τριανταμία
- τριαντάρης
- τριαντάρι
- τριανταριά
- τριανταρίζω
- Τριαντάρος
- τριανταφυλλάκι
- Τριανταφυλλάκος, Νικόλαος
- Τριανταφυλλέα
- Τριανταφυλλέες
- τριανταφυλλένιος
- τριανταφυλλής
- τριανταφυλλιά
- Τριανταφυλλίδης, Μανόλης
- Τριανταφυλλίδης, Παναγιώτης
- τριαντάφυλλο
- τριανταφυλλόλαδο
- τριανταφυλλόνερο
- τριανταφυλλόξιδο
- Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος
- Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης
- τριανταφυλλότοπος
- Τριανταφύλλου, Κλέων
- Τριανταφυλλούλα
- τριαντάχρονος
- τριαντέτης
- τριάνωρ